- φροῦδοι
- φροῦδοςgone awaymasc nom/voc plφροῦδοςgone awaymasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρούδος — α, ο / φροῡδος, ούδη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α μάταιος, ανώφελος, άχρηστος (α. «φρούδες ελπίδες» β. «λόγοι πρὸς αἰθέρα φροῡδοι», Ευρ.) μσν. φρ. «εἰς φροῡδον» σε καταστροφή, σε αφανισμό αρχ. 1. αυτός που έχει εξαφανιστεί, που έχει γίνει άφαντος 2.… … Dictionary of Greek